βραχυτάτη

βραχυτάτη
βραχύς
short
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βραχυτάτῃ — βραχύς short fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεντελέβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Md. Ανήκει στην δεύτερη υποομάδα της τρίτη ομάδας του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών. Έχει ατομικό αριθμό 101 και 14 ισότοπα, από τα οποία το σταθερότερο είναι το 258Md, με ατομικό βάρος 258 και… …   Dictionary of Greek

  • νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… …   Dictionary of Greek

  • ποζιτρόνιο — (ή ποζιτόνιο ή θετικό ηλεκτρόνιο). Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα και φορτίο ίσο (αλλά αντίθετου σημείου) προς το ηλεκτρόνιο, του οποίου είναι το αντισωμάτιο. Το σωμάτιο αυτό το προέβλεψε θεωρητικά (1930) ο Πολ Ντιράκ και το ανακάλυψε (1932) ο Καρλ… …   Dictionary of Greek

  • φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • άστατο — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει σύμβολο At και ατομικό αριθμό 85. Το 1931, ο Άλισον ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε με μαγνητο οπτική μέθοδο την παρουσία ενός νέου στοιχείου, αλλά μόλις το 1940 μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • Σουλάζ, Πιερ — (Soulages). Γάλλος ζωγράφος (Ροντέζ 1919). Αφιερώθηκε στη ζωγραφική χωρίς καμιά προπαρασκευή εκτός από μια βραχύτατη παρακολούθηση στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, πόλη όπου εγκαταστάθηκε από το 1946, έτος που άρχισε να ζωγραφίζει με έντονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”